- προομαλίζω
- ΜΑ [ὁμαλίζω]εξομαλύνω, καθιστώ πρώτα, ομαλό κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προομαλισμός — ὁ, Μ [προομαλίζω] εξομάλυνση που προηγείται, προετοιμασία τής οδού … Dictionary of Greek
προομαλιστής — ὁ, Μ [προομαλίζω] αυτός που εξομαλύνει προηγουμένως το έδαφος, αυτός που προετοιμάζει τον δρόμο … Dictionary of Greek